μετωπιαία

μετωπιαία
μετωπιαίᾱ , μετωπιαῖος
on
fem nom/voc/acc dual
μετωπιαίᾱ , μετωπιαῖος
on
fem nom/voc sg (attic doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • μετωπιαίᾳ — μετωπιαίᾱͅ , μετωπιαῖος on fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μετωπιαίας — μετωπιαίᾱς , μετωπιαῖος on fem acc pl μετωπιαίᾱς , μετωπιαῖος on fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μετωπιαίαν — μετωπιαίᾱν , μετωπιαῖος on fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αγραφία — Διαταραχή της ομαλής λειτουργίας του εγκεφαλικού κέντρου αντίληψης. Αποτέλεσμα της διαταραχής αυτής είναι η ανικανότητα του ατόμου να διατυπώσει κάτι γραπτά ή να γράψει οτιδήποτε του υπαγορεύεται ή και να αντιγράψει κείμενο που βλέπει, γιατί έχει …   Dictionary of Greek

  • γνάθος — Κάθε ένα από τα δύο οστά, στα οποία βρίσκονται τα δόντια. Διακρίνεται σε άνω και κάτω γ. Η άνω γ. αποτελείται από δύο ημιμόρια, το δεξί και το αριστερό, που συνοστεώνονται κατά τη μέση γραμμή. Αποτελούν το κυριότερο μέρος του σκελετού του… …   Dictionary of Greek

  • εκσκαφέας — Μηχάνημα που χρησιμοποιείται γενικά για την εκσκαφή σκληρών ή θρυμματισμένων βράχων και για την εύκολη και γρήγορη απομάκρυνση των υλικών που προκύπτουν από την εκσκαφή. Όταν η εκσκαφή γίνεται στον βυθό της θάλασσας, το μηχάνημα ονομάζεται… …   Dictionary of Greek

  • σφήνιο(ν) — το, Ν η κάτω μετωπιαία κορυφή τού βρεγματικού οστού. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. sphenion (< σφήν, ηνός + ιον)] …   Dictionary of Greek

  • υδροκεφαλία — (Ιατρ.). Πάθηση της παιδικής ηλικίας, κατά την οποία παρατηρείται υπερβολική συσσώρευση εγκεφαλονωτιαίου υγρού στην κρανιακή κοιλότητα και αύξηση της ενδοκρανιακής πίεσης. Ανάλογα με το χρόνο της ανάπτυξής της η υ. διακρίνεται σε συγγενή και… …   Dictionary of Greek

  • όγκωμα — το (ΑΜ ὄγκωμα) [ογκώ] εξόγκωμα, διόγκωση, πρήξιμο νεοελλ. ανατ. υβοειδής προεξοχή οστού (α. «όγκωμα βραχιόνων» ονομασία δύο επαρμάτων τα οποία βρίσκονται στο άνω άκρο τού βραχιόνιου οστού β. «γενειακό όγκωμα» στρογγυλό έπαρμα που βρίσκεται στο… …   Dictionary of Greek

  • νευρικό σύστημα — Σύστημα οργάνων στα ζώα και στους ανθρώπους με το οποίο πραγματοποιείται η επαφή του οργανισμού με το περιβάλλον και με το οποίο αλληλοσυνδέονται τα όργανα μεταξύ τους και συντονίζονται οι λειτουργίες του σώματος. κεντρικό ν.σ. Στην κοιλότητα που …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”